- ἀναγκαἰως
- = ἀναγκαῖόν необходимо
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
Ancient Greek-Russian simple. 2014.
ἀναγκαίως — ἀναγκαί̱ως , ἀναγκαῖος of adverbial ἀναγκαί̱ως , ἀναγκαῖος of masc acc pl (doric) ἀναγκαί̱ως , ἀναγκαῖος of adverbial ἀναγκαί̱ως , ἀναγκαῖος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναγκαίος — αία, αίο (ΑΜ ἀναγκαῑος, αῑα, αῑον και –αῑος, αῑον) 1. υποχρεωτικός, επιβαλλόμενος, αναγκαστικός, αναπόφευκτος 2. αυτός, τον οποίο χρειάζεται κανείς, ο απαραίτητος 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αναγκαία α) τα απαραίτητα για τη ζωή, κυρίως η… … Dictionary of Greek
ноуждьно — (5*) нар. 1. Вынужденно, против воли: пасѣте ѥже въ васъ стадо б҃жиѥ. не нѹждьно. нъ волѥю по б҃зѣ. (μὴ ἀναγκαστῶς) КЕ XII, 72б. 2. Настоятельно, с необходимостью: съшьдъшиисѧ ст҃ыи съборѣ епископъ… ѡбрѣтъше мъного безаконьно бывающа˫а отъ тѣхъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
ноужьно — (14) нар. к нѹжьныи. 1.Насильственно; вынужденно, поневоле: не подобаѥть бо рече нѹжьно чьто творити хрьсти˫анѹ. ˫ако писано ѥсть волѥю пожьрѹ ти (ἠναγκασμένως) КЕ XII, 272б; ти тако нѹжно ѹмрѣ. прѣдавъ ст҃ѹю свою д҃шю г(с)ви. ПрЛ XIII, 10б; и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
ανθυπεξάγω — ἀνθυπεξάγω (Μ) βγάζω κάποιον με τη σειρά του «ὁ τῆς γενέσεως κύκλος τοὺς μὲν εἰς τὸν βίον εἰσάγων τοὺς δ ἀναγκαίως ἀνθυπεξάγων» (Μάρκος Ευγενικός) … Dictionary of Greek
πας — (I) πάσα, παν / πᾱς, πᾱσα, πᾱν, αιολ. τ. αρσ. παῑς, θηλ. παῑσα, αρκαδ. τ. θηλ. πάνσα, λακων. τ. θηλ. πἆἁ, ΝΜΑ (αντων.) Ι. ΚΛΙΣΗ: 1. στον εν. α) γεν. παντός, πάσης, παντός. β) δοτ. παντί, πάση, παντί γ) (αιτ.) πάντα, πᾱσαν, πᾱν, αρσ. και πᾱν 2.… … Dictionary of Greek
ποιώ — (I) ποιῶ, έω, ΝΜΑ, αιολ. τ. πόημι, δωρ. τ. ποιFέω, αττ. τ. ποῶ, Α 1. δημιουργώ, δίνω ύπαρξη σε κάτι (α. «ὁ πάλαι ἐξ οὐδενὸς ποιήσας τὰ σύμπαντα», Μηναί. β. «ἐν ἀρχῇ ἐποίησεν ὁ Θεὸς τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν», ΠΔ γ. «χρύσεον μὲν πρώτιστα γένος… … Dictionary of Greek
προδιαλαμβάνω — ΝΜΑ νεοελλ. παθ. προδιαλαμβάνομαι (για περιεχόμενα σε γραπτό λόγο) προαναφέρομαι («όπως προδιελήφθη στο παρόν υπόμνημα») αρχ. 1. καταλαμβάνω, κατέχω κάτι από πριν («προδιείληπτο γὰρ ἅπαν [τὸ τεῑχος] τοῑς ληστρικοῑς», Ιώσ.) 2. κρίνω και αποφασίζω… … Dictionary of Greek
προς — πρός ΝΜΑ, επικ. τ. προτί, κρητ. τ. πορτί, αργείος τ. προτ(ί), παμφυλιακός τ. περτ(ί), αιολ. τ. πρές Α (πρόθεση, κύρια, μονοσύλλαβη, η οποία, γενικά, συντάσσεται με γενική, δοτική και αιτιατική και δηλώνει την από τόπου κίνηση, τη στάση σε τόπο… … Dictionary of Greek
προσαναγκάζω — Α 1. ασκώ επιπρόσθετη βία 2. (σχετικά με επίδεσμο) συμπιέζω πολύ σφιχτά 3. συμπιέζω όλα τα οστά μαζί 4. εξαναγκάζω κάποιον να κάνει κάτι («προσαναγκάζειν τὸν Σωκράτη ὁμολογεῑν», Πλάτ.) 5. αναγκάζω και κάποιον άλλον να κάνει κάτι («χρῆν δὲ καὶ… … Dictionary of Greek